Κουζίνα σύγχρονη Ροδιακή. Εμπνευσμένη από τα πιάτα που έφτιαχναν οι γιαγιάδες στα χωριά του νησιού. Πρώτες ύλες από επιλεγμένους τοπικούς παραγωγούς. Και τεχνικές από τη γαλλική υψηλή γαστρονομία.
Το εστιατόριο Akres στη Ρόδο, στο γραφικό ψαροχώρι της Λίνδου, ανοίγει για 3η χρόνια τις πόρτες του και ο chef Αργύρης Γιαννόπουλος (από το χωριό Μαλώνας) με τον sous chef Βασίλη Διάκουλα (καταγωγή από την Λίνδο), δημιουργούν ένα γαστρονομικό μενού, με πιάτα που αναβιώνουν στο σήμερα, με απόλυτο σεβασμό στην Ιστορία τους.
Το τραπέζι στρώθηκε με τρία διαφορετικά ψωμιά (ένα με σίκαλη και σκινόκαρπο, ένα με αλεύρι ολικής και ένα με σταρένιο) και βελούδινο βούτυρο αρωματισμένο με καλοκαιρινή τρούφα από τη Ρόδο.
Σε αυτό το στάδιο έφτασε στο τραπέζι και ένας εκπληκτικός ταραμάς. Κρέμα ταραμά, ρέγκα και πούδρα από αβγοτάραχο. Γευστικά κάτι μεταξύ ταραμοσαλάτας και ρεγκοσαλάτας, με καπνιστό άρωμα και έξτρα ένταση του ιωδίου από το αβγοτάραχο. Ό,τι πρέπει για να ανοίξει την όρεξη και να διεγείρει τους γευστικούς κάλυκες, ώστε να γίνει ακόμα πιο απολαυστικό ένα εξαιρετικό δείπνο.
Από τις σαλάτες δοκίμασα τον «μπαξέ». Με καρδιές μαρουλιού, τρεις υφές καρπουζιού (γρανίτα, πίκλα και κομποτέ), παξιμάδια από χαρούπι, πούδρα παντζαριού, κρέμα από γαλομυζήθρα Χανίων και ντρέσινγκ με χαρουπόμελο.
Όσο μπερδεμένη κι αν ακούγεται, αυτή η σαλάτα είναι εξαιρετικά «έξυπνη» και ισορροπημένη γευστικά, με τις υφές και τις διαφορετικές θερμοκρασίες του καρπουζιού να δημιουργούν ένα μοναδικό παιχνίδι στον στόμα. Ελάχιστα γλυκιά και όξινη συνάμα και δροσερή όσο πρέπει.
Από τα «καλέσματα» (ορεκτικά) του μενού το πρώτο που δοκίμασα ήταν ο κολιός. Κολιός με οσπριάδα, ταραμά από φούσκες και σάλτσα από ξινόγαλο με ελληνικό χαβιάρι.
Το ιδιαίτερο γευστικό προφίλ του λιπαρού ψαριού, συνδυαζόταν άψογα με τις γήινες γεύσεις από τα «ζωντανά» όσπρια, ενώ οι φούσκες και το χαβιάρι πρόσθεταν ένταση του θαλασσινού ιωδίου.
Η σάλτσα από το ξινόγαλο έδινε στρογγυλεμένες νότες οξύτητας και ολοκλήρωνε το πιάτο μα τον καλύτερο τρόπο.
Χαίρομαι πραγματικά να βλέπω πιάτα τόσο γευστικά, με ψάρια που αρκετοί τα θεωρούν δύσκολα ή αρκετά… φθηνά για να μπουν σε ένα γαστρονομικό πιάτο. Συγχαρητήρια στον σεφ και την ομάδα του!
Ακολούθησε χταποδάκι. Γλασαρισμένο με παλαιωμένο ξύδι από Ασύρτικο Σαντορίνης και πουρέ από φάβα σε τρεις διαφορετικές γεύσεις, μία κλασική, μία με μελάνι σουπιάς και μία με μαϊντανό.
Στο ίδιο πιάτο μερικές πίκλες από κρεμμύδι πασπαλισμένες με πούδρα μυρωδικών.
Το χταποδάκι τόσο όσο τρυφερό, ώστε να κρατάει λίγο στο δόντι και να προσφέρει την ιδιαίτερη υφή του.
Οι διαφορετικές γεύσεις της φάβας εξαιρετικές ως ιδέα, υπέροχες ως υλοποίηση, καθώς η κάθε μία είχε τον δικό της γευστικό χαρακτήρα.
Ως εκ τούτου, με την επιλογή διαφορετικής φάβας σε κάθε μπουκιά και η γεύση από το χταπόδι διαφοροποιούνταν. Εντυπωσιακό, επίσης, ότι ήταν και οι τρεις ταιριαστές.
Τα κρεμμυδάκια έδιναν ελάχιστα καπνιστή και όξινη γεύση στο τελικό αποτέλεσμα και απογείωναν γευστικά το πιάτο!
Περνώντας στα κυρίως πιάτα, δοκίμασα δύο από αυτά, το λαβράκι και το αρνάκι.
Το λαβράκι είχε περάσει μερικές ώρες από άλμη, με αποτέλεσμα να έχει πιο τρυφερή υφή, χωρίς όμως η τεχνική αυτή να έχει επηρεάσει το γευστικό του προφίλ.
Ακολούθως, είχε γεμιστεί με ταραμά και στο τελείωμα είχαν τοποθετηθεί τραγανές φουσκίτσες από πατάτες, οι οποίες έμοιαζαν περισσότερο με puffed rice.
Εξαιρετική η σάρκα του ψαριού, ταίριαζε απόλυτα με την κρέμα του ταραμά, ενώ η πατάτα έδινε την τραγανή υφή της, όχι όμως τη γήινη γεύση της, καθώς την είχε απωλέσει σε κάποιο στάδιο της επεξεργασίας.
Διαφορετικές υφές παντζαριού ως συνοδευτικό και σάλτσα από παντζάρι πρόσφεραν τα αρώματά τους και την ελάχιστα γλυκιά γεύση τους.
Το δείπνο μου έκλεισε με το αρνάκι. Μαριναρισμένο για αρκετές ώρες σε χυμό ντομάτας, λεμόνι και αλάτι, σωστά καθαρισμένο από το λίπος και μαγειρεμένο επίσης για πολλές ώρες, το αρνάκι αυτό που σερβίρεται καλυμμένο από ένα πέπλο σέσκουλο, είναι ένα από τα καλύτερα που έχω δοκιμάσει τα τελευταία χρόνια.
Όπως με ενημέρωσε ο σεφ, πέρα από τις τεχνικές μαριναρίσματος και ψησίματος, η πρώτη ύλη «λάμπει» από μόνη της και το συγκεκριμένο κομμάτι (όπως και όλες οι υπόλοιπες πρωτεΐνες του μενού) ήταν επιλεγμένο από ντόπιο κτηνοτρόφο.
Στο ίδιο πιάτο, βρήκα δυστυχώς ελάχιστες σε ποσότητα, πατάτες αρωματισμένες με στάκα. Και γράφω δυστυχώς, διότι ενώ ήταν πολύ γευστικές, ήταν σαν το πιάτο να μην είχε συνοδευτικό. Τ
ο αρνάκι ολοκλήρωνε μία σάλτσα μακριάς μυρωδιάς, δηλαδή σάλτσα με βάση το κύμινο.
Ο pastry chef Πανωρμίτης Μοράρης δημιουργεί επιδόρπια τα οποία εναρμονίζονται τέλεια με τη φιλοσοφία και τις γευστικές κατευθύνσεις του υπόλοιπου μενού και κάνουν ακόμα πιο θεαματικό το κλείσιμο του δείπνου.
Ο σομελιέ Δημήτρης Δανελλάκης φροντίζει τόσο για τις ετικέτες του εστιατορίου, όσο και για το pairing με τα πιάτα, καθώς το εστιατόριο πέρα από το a la carte menu, σερβίρει και δύο μενού γευσιγνωσίας, ένα για vegan και ένα με πρωτεΐνες.
Το σέρβις άψογο, έμπειρο και ενημερωμένο για το τι βρισκόταν μέσα στο κάθε πιάτα, όπως επίσης και έτοιμο να προτείνει πιάτα ανάλογα με τις γευστικές προτιμήσεις του καθένα.