Το δημοτικό συμβούλιο της Νέας Υόρκης υιοθέτησε την Τετάρτη απόφαση με την οποία απαγορεύεται το εμπόριο φουά γκρα από το 2022, όπως γράφουν οι New York Times.
Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν αναμενόμενο αφού η πλειοψηφία των δημοτικών συμβούλων είχε ήδη εκφραστεί υπέρ της απαγόρευσης.
Από τα τέλη Οκτωβρίου 2022, δηλαδή μετά από τρία χρόνια, θα απαγορευτεί σε όλα τα εστιατόρια, καταστήματα τροφίμων να πωλούν φουά γκρα, να το σερβίρουν ή ακόμη και να το κατέχουν.
Όσοι παραβούν τον νόμο κινδυνεύουν με πρόστιμο από 500 έως 2.000 δολάρια, το οποίο μάλιστα μπορεί να ανανεώνεται κάθε 24 ώρες.
Και στην Καλιφόρνια
Η Πολιτεία της Καλιφόρνιας είχε απαγορεύσει το εμπόριο φουά γκρα τον περασμένο Ιανουάριο, όμως η δικαστική διαμάχη που ξεκίνησε τότε συνεχίζεται ακόμη.
Η απαγόρευση αφορά τα προϊόντα που παράγονται από το υποχρεωτικό υπερβολικό τάισμα των πτηνών, πρακτική που έχουν καταδικάσει πολλές οργανώσεις για την προστασία των ζώων.
Πώς παράγεται
Φουά γκρα είναι το πρησμένο συκώτι πάπιας ή χήνας, που τρέφεται αναγκαστικά και βίαια μέχρι το σημείο του θανάτου της πριν από τη σφαγή. Τα πτηνά υποφέρουν τρομερά, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τη διαδικασία του βίαιου ταΐσματος.
Σε λίγες μόνο εβδομάδες, το συκώτι τους πρήζεται έως και γίνεται δέκα φορές πάνω από το κανονικό μέγεθος του. Τα πουλιά δεν μπορούν να σταθούν, να περπατήσουν ή ακόμα και να αναπνεύσουν. Σε αυτό το σημείο, θανατώνονται και τα συκώτια τους πωλούνται ως… γκουρμέ λιχουδιά.
Αν και η μέθοδος εφευρέθηκε στην Αίγυπτο, σήμερα η παραγωγή είναι συγκεντρωμένη κυρίως στη Γαλλία, η οποία παράγει και καταναλώνει το 90% φουά γκρα παγκοσμίως.
Ποιοι θίγονται
Σήμερα, υπάρχουν παραγωγοί που παράγουν φουά γκρα χωρίς να ταΐζουν με το ζόρι τα πτηνά, όμως η παραγωγή τους είναι ελάχιστη.
Γαλλική start-up εταιρεία Aviwell, προσπαθεί να προωθήσει εναλλακτική διαδικασία, ώστε να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον από τη βιομηχανία φουά γκρα.
Εκτός από τους λάτρεις του φουά γκρα και τους εστιάτορες, από την απόφαση του δήμου πλήττονται κυρίως οι παραγωγοί Hudson Valley Foie Gras και La Belle Farms, στη βόρεια Νέα Υόρκη, που τροφοδοτούν μεγάλο μέρος της νεοϋορκέζικης αγοράς.