Φαγητό σπιτικό. Προϊόντα αποκλειστικά από την ελληνική Γη και θάλασσα. Και επιλεγμένες προτάσεις από μικρούς παραγωγούς. Γεύσεις κάπου μεταξύ μαμάς και γιαγιάς. Δηλαδή νοστιμιά που προκαλεί συγκίνηση. Και όλα αυτά, πάνω σε μία ταράτσα, που όχι απλώς είχε θέα την Ακρόπολη, αλλά αισθάνθηκα ότι θα απλώσω το χέρι και θα την αγγίξω.
Το εστιατόριο Manouka (Ερμού 46, Σύνταγμα, 7ος όροφος, ξενοδοχείο Utopia, τηλ.: 2103241814, δείτε εδώ ολόκληρο το μενού) αποφάσισε να σερβίρει ελληνική σπιτική κουζίνα. Κάτι εξαιρετικά δύσκολο.
Διότι το κάθε πιάτο θα πρέπει να είναι απλό και νόστιμο. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να ξυπνά και στον καθένα τις διαφορετικές θύμησες που βρίσκονται καταχωνιασμένες στα ανήλιαγα υπόγεια του μυαλού του. Εκεί όπου καταχωρούνται οι παιδικές μνήμες. Και τα πιο έντονα συναισθήματα.
Αυτό λοιπόν φρονώ ότι το έχει καταφέρει με απόλυτη επιτυχία στα περισσότερα πιάτα η chef Ελένη Αλιφέρη, η οποία μέχρι πρόσφατα βρισκόταν στην κουζίνα του γαστρονομικού Varoulko.
Το δείπνο μου ξεκίνησε με μία ψαρόσουπα-βάλσαμο! Φτιαγμένη από φρέσκια πεσκανδρίτσα, δεμένη με πατάτα και μπόλικο ψαχνό από το ψάρι. Η πρώτη κουταλιά ήταν αρκετή για να μου προκαλέσει ένα γλυκό χαμόγελο. Τόσο συγκεντρωμένη και τόσο καθαρή η γεύση της θάλασσας, σερβισμένη στη σωστή θερμοκρασία, ώστε να το κουτάλι να πάρει φωτιά! Πόσα χρόνια είχα να δοκιμάσω τόσο καλή ψαρόσουπα… Συγχαρητήρια στη σεφ και την ομάδα της!
Ακολούθησε σαλάτα. Φασολάκια Ηλείας, με φέτα Ελασσόνας, ντοματίνια από την Κρήτη, κρίθινο παξιμάδι, φρέσκο δυόσμο και ξύδι Σαντορίνης (ασύρτικο 5 ετών). Ευχάριστη και αρκετά χορταστική, εξαιρετικά προσεγμένη στην κάθε λεπτομέρεια, από τις ποσότητες που είχε από το κάθε υλικό, μέχρι το πόσο σωστά είχε μουλιάσει το παξιμάδι, ώστε να είναι μαλακό, αλλά να έχει στο κέντρο του και ένα ελαφρύ δάγκωμα.
Ακολούθησε τραχανότο. Με τραχανά γλυκό από τα Γιαννιτσά, ποικιλία ελληνικών μανιταριών και τρούφα από την Εύβοια. Άψογα χυλωμένο, χωρίς να βγάζει καμία λιπαρότητα. Ο τραχανάς ζωντανός και η γεύση του μανιταριού αρκετά έντονη. Τόσο, που με ταξίδεψε στις κορυφές του Δίρφυ, μέσα στην πυκνή βλάστηση. Πραγματικά αισθάνθηκα σαν να είμαι μέσα σε ένα πέτρινο σπίτι και να απολαμβάνω το πιάτο αυτό δίπλα σε ένα πυρακτωμένο τζάκι, βλέποντας γύρω μου το χιονισμένο τοπίο.
Και από το βουνό, το επόμενο πιάτο με προσγείωσε στο άγριο τοπίο της Σαντορίνης. Κρασάτο ελληνικό χταπόδι με φάβα (όχι από τη Σαντορίνη, αλλά από την Ορεινή Κορινθία), καραμελωμένα κοκκάρια και σωτέ κάπαρη. Το άρωμα από το κόκκινο κρασί ήταν αρκετά έντονο, ευτυχώς όμως δεν ήταν κάτι που είχε περάσει και στη γεύση. Το χταπόδι τόσο όσο μαλακό, ώστε να κρατάει το δάγκωμά του και να γίνεται ακόμη πιο απολαυστικό, καθώς απελευθερώνει την γεύση του στο στόμα. Η φάβα είχε μεταμορφωθεί σε μία πλούσια βελούδινη κρέμα, η οποία κρατούσε όλη τη γήινη γεύση της. Και το κοκκάρι της έδινε τη γλύκα που με αγωνία αναζητούσε για να ισορροπήσει, και το πιάτο ήταν ένα πλήρες όνειρο, με αρχή, μέση και happy end.
Το δείπνο μου ολοκληρώθηκε με κοτόπουλο με κρέμα από κουνουπίδι. Εντυπωσιακά τρυφερό φιλέτο κοτόπουλου, γευστικότατο (δεν κατάλαβα με τι το είχε μαρινάρει η σεφ, αλλά ήταν κορυφαίο) και η κρέμα από το κουνουπίδι βελούδινη. Ένα ακόμη σπιτικό πιάτο, εξαιρετικά επιτυχημένο, τόσο στη γεύση, όσο και για να ξυπνήσει όλα αυτά τα όμορφα συναισθήματα από τις θετικές παιδικές μνήμες.
Τα γλυκά σε καλό επίπεδο, όμως θα μπορούσαν να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο.
Όλη η wine list έχει ανανεωθεί από τον head sommelier Βασίλη Παπαδόπουλο για να ακολουθεί τις απαιτήσεις του νέου μενού. Οι επιλογές υμνούν τις τοπικές ποικιλίες και τις διαφορετικές αμπελουργικές περιοχές και παραγωγούς και είναι η ιδανική συντροφιά για τα πιάτα της Ελένης αν και δεν είναι η μοναδική άξια παρέα.
Ο Γιάννης Πισσάς, ο ταλαντούχος head bartender, δημιουργεί πρωτότυπες μείξεις ακολουθώντας την ίδια φιλοσοφία με την κουζίνα. Στις συνταγές του, που βγάζουν μια ιδιαίτερη νοστιμιά, ανακατεύει ελληνικά συστατικά που αποτελούν εξαιρετική γέφυρα με τα πιάτα και προσφέρουν έτσι ένα νέο γαστρονομικό αποτέλεσμα.
Σέρβις εξαιρετικό!